- εὐτροπίᾳ
- εὐτροπίᾱͅ , εὐτροπίαversatilityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐτροπία — εὐτροπίᾱ , εὐτροπία versatility fem nom/voc/acc dual εὐτροπίᾱ , εὐτροπία versatility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτροπία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Η μνήμη της τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Νεαρή, η οποία μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. * * * εὐτροπία, ἡ (Α) [εύτροπος] 1. ευστροφία 2. καλή… … Dictionary of Greek
εὐτροπίας — εὐτροπίᾱς , εὐτροπία versatility fem acc pl εὐτροπίᾱς , εὐτροπία versatility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτροπίαν — εὐτροπίᾱν , εὐτροπία versatility fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτροπίη — εὐτροπία versatility fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)